-
Το καλάθι αγορών είναι άδειο!
Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει μετατρέψει την τηλεόραση σε ένα πολυμηχάνημα, μέσω του οποίου μπορούμε να απολαύσουμε ταινίες, βιντεοπαιχνίδια και μουσική σε υψηλή ποιότητα, όπως επίσης, να έχουμε πρόσβαση στο Διαδίκτυο και σε ποικίλες εφαρμογές μέσα από το τηλεχειριστήριό μας. Όμως, πόσο προετοιμασμένοι είμαστε πριν την αγορά της, έτσι ώστε να επιλέξουμε το μοντέλο το οποίο θα καλύψει τις ανάγκες μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;
Αρχικά θα πρέπει να αποφασίσουμε για τη διάσταση της τηλεόρασης. Με τον όρο διάσταση εννοούμε τη διαγώνιο της οθόνης της τηλεόρασης μετρημένη σε ίντσες (1" = 2,54 εκ.). Θα πρέπει να τονιστεί ότι στον υπολογισμό της διαγώνιου δε συγκαταλέγεται το πλαίσιο της τηλεόρασης, παρά μόνο η οθόνη στην οποία προβάλλεται η εικόνα.
Παρότι η επιλογή της διάστασης βασίζεται κυρίως σε υποκειμενικά κριτήρια, στη συνέχεια παρατίθεται ένας ενδεικτικός βοηθητικός πίνακας, που συσχετίζει τη διάσταση της οθόνης με την απόσταση θέασης.
Διαγώνιος (inches) | Ελάχιστη απόσταση θέασης (m) | Μεγιστη απόσταση θέασης (m) |
32 | 1,2 | 2,0 |
37 | 1,4 | 2,3 |
40 | 1,5 | 2,5 |
42 | 1,6 | 2,7 |
46 | 1,75 | 2,9 |
50 | 1,9 | 3,1 |
52 | 2,0 | 3,3 |
60 | 2,3 | 3,8 |
Ο χώρος τοποθέτησης της τηλεόρασης μπορεί να μας καθοδηγήσει ως προς τις ίντσες και την ανάλυση που χρειαζόμαστε. Για παράδειγμα, συνήθως τα μικρότερα δωμάτια ή υπνοδωμάτια δε χρειάζονται συσκευές που ξεπερνούν τις 40” και την ανάλυση Full HD. Αντίστοιχα, οι τηλεοράσεις μεταξύ 40” και 55” τοποθετούνται κυρίως σε σαλόνια ή μεγαλύτερα δωμάτια, ενώ προτείνεται να ενσωματώνουν ανάλυση 4K Ultra HD προκειμένου να προσφέρουν τα μέγιστα δεδομένης της απόστασης θέασης. Τέλος, οι τηλεοράσεις που ξεπερνούν τις 55” είναι απαραίτητα ανάλυσης 4K Ultra HD και προτείνονται για μεγάλα σαλόνια ή χώρους προβολών.
H ανάλυση της εικόνας που υποστηρίζει η μελλοντική μας τηλεόραση, είναι το επόμενο χαρακτηριστικό που θα μας απασχολήσει. Με τον όρο ανάλυση αναφερόμαστε στον αριθμό των ξεχωριστών εικονοστοιχείων (pixels) τα οποία συνθέτουν την εικόνα. Η ανάλυση αναπαρίσταται συνήθως από σημειογραφία του τύπου "1920 x 1080".
Το πρώτο νούμερο "1920" αναφέρεται στον αριθμό των εικονοστοιχείων της τηλεόρασης κατά πλάτος, ενώ το δεύτερο "1080", καθ' ύψος. Πλέον, η συντριπτική πλειονότητα των διαθέσιμων μοντέλων στην αγορά έχουν ανάλυση ίση ή μεγαλύτερη από 1920 x 1080.
Οι τηλεοράσεις που διαθέτουν ανάλυση μεγαλύτερη ή ίση με 1920 x 1080 χαρακτηρίζονται ως Full HD και είναι οι πλέον διαδεδομένες. Τα τελευταία χρόνια έχουν εδραιωθεί οι τηλεοράσεις οι οποίες έχουν 4 φορές μεγαλύτερη ανάλυση από τις Full HD, οι λεγόμενες 4K Ultra HD, με ανάλυση 3840 x 2160. Φυσικά, αυτή η μεγαλύτερη ανάλυση έχει νόημα σε συνδυασμό με 4K περιεχόμενο και σωστή απόσταση θέασης.
Στην πράξη, από μεγάλη απόσταση είναι λίγο δύσκολο να διακρίνουμε τη διαφορά στην καθαρότητα της προβαλλόμενης εικόνας μεταξύ μιας 4Κ Ultra HD και μιας Full HD οθόνης. Με απλά λόγια, τα pixels είναι πολύ μικρά για να παρέχουν ένα διακριτό όφελος και για αυτό πρέπει να καθόμαστε στην κατάλληλη απόσταση ανάλογα με το μέγεθος της τηλεόρασης μας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ανάλυση της οθόνης θα πρέπει να συμβαδίζει ή να ξεπερνά την ποιότητα της πηγής. Για παράδειγμα, μια ταινία σε ανάλυση 4K Ultra HD δε θα αποδώσει τα μέγιστα σε μια Full HD τηλεόραση, όπως αντίστοιχα μια παιχνιδοκονσόλα που στέλνει 4K εικόνα σε μία τηλεόραση με μικρότερη ανάλυση κ.ο.κ.
Έχοντας καταλήξει στο μέγεθος που προτιμάμε για το χώρο μας, το επόμενο βήμα στην έρευνα αγοράς αποτελεί η επιλογή της τεχνολογίας επεξεργασίας και προβολής εικόνας. Μπορούμε να διαλέξουμε μεταξύ 3 τεχνολογιών: "LED", "OLED" και "QLED". Παρότι και οι τρεις τεχνολογίες χρησιμοποιούν ως βάση τους την προβολή μέσω λυχνιών LED, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν την προβολή εικόνας είναι διαφορετικός και παράγει διαφορετικά αποτελέσματα, εξυπηρετώντας διαφορετικές ανάγκες.
Κατά γενικό κανόνα, οι LED είναι οι οικονομικότερες εκ των τριών και προσφέρουν τη μεγαλύτερη γκάμα επιλογών για κάθε χώρο, χρήση και μέγεθος. Αναμφίβολα, οι τεχνολογίες OLED και QLED αποτελούν την «αφρόκρεμα» στο χώρο των τηλεοράσεων, δίχως αυτό να σημαίνει πως οι «παραδοσιακές» LED δεν μπορούν να επιτύχουν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Επιπλέον, πρέπει να υπολογίσουμε τον φωτισμό του δωματίου, καθώς οι OLED αποδίδουν καλύτερα σε σκοτεινότερα δωμάτια λόγω του απόλυτου μαύρου χρώματος που επιτυγχάνουν, ενώ η ανώτερη μέγιστη φωτεινότητα των LED και QLED τούς επιτρέπει να αποδίδουν καλύτερα σε δωμάτια με ισχυρότερο φωτισμό.
LED | OLED | QLED |
Ικανές για εξαιρετική ποιότητα εικόνας | Εξαιρετική ποιότητα εικόνας | Εξαιρετική ποιότητα εικόνας |
Μεγαλύτερη φωτεινότητα από τις OLED | Αξεπέραστη απόδοση μαύρων | Μεγαλύτερο βάθος χρωματικής παλέτας |
Μεγαλύτερη φωτεινότητα σε όλη την οθόνη | Μεγαλύτερη φωτεινότητα σε επιμέρους σημεία | Μεγαλύτερη φωτεινότητα σε όλη την οθόνη |
Περιορισμένη ικανότητα απόδοσης των μαύρων | Σχεδόν τέλεια απόδοση των μαύρων | Ανώτερη απόδοση μαύρου από τις LED |
Αντίθεση Χειρότερη από τις OLED | Αντίθεση Θεωρητικά άπειρη | Αντίθεση Ανώτερη από τις περισσότερες LED |
Μεγαλύτεροι χρόνοι απόκρισης από τις OLED | Σχεδόν μηδενικοί χρόνοι απόκρισης | Καλύτερος χρόνος απόκρισης από τις LED |
Διαχείριση motion blur με χρήση τεχνικών όπως “Black Frame Insertion” | Καμία παρουσία motion blur | Διαχείριση motion blur με εξελιγμένες τεχνικές |
Χειρότερη απόδοση εικόνας όσο μεγαλώνει η γωνία θέασης | Σταθερή απόδοση εικόνας ακόμα και σε μεγάλες γωνίες θέασης | Καλή ποιότητα σε μεγάλες γωνίες θέασης, χάρις στη χρήση αντί-θαμβωτικού panel |
Ελάχιστα πιο οικονομικές από τις OLED | Ελάχιστα πιο ενεργοβόρες από τις LED | Ελάχιστα πιο οικονομικές από τις OLED |
*Με τον όρο Απόδοση Μαύρων, αναφερόμαστε στην ποσότητα του φωτός που μια οθόνη εκπέμπει για τις σκοτεινότερες περιοχές μιας εικόνας. Το ζητούμενο είναι να ελαχιστοποιηθεί το φως στις σκοτεινές περιοχές, ώστε να μη φαίνονται ξεθωριασμένες και τα μαύρα να είναι όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα. Μπορούμε εύκολα να ελέγξουμε τα επίπεδα μαύρου της οθόνης μας, όταν αυτή δείχνει μαύρο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
*Αντίθεση είναι η διαφορά ανάμεσα στο πιο σκοτεινό και στο πιο φωτεινό μέρος μιας εικόνας. Η αντίθεση αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα στη συνολική ποιότητα της εικόνας. Η εικόνα που προβάλλει μια οθόνη με χαμηλό λόγο αντίθεσης φαίνεται ξεθωριασμένη και επίπεδη. Αντίθετα, με έναν υψηλό λόγο αντίθεσης φαίνεται πιο ρεαλιστική και με μεγαλύτερο «βάθος».
Οι OLED και QLED τηλεοράσεις αποτελούν εξέλιξη των LED τηλεοράσεων και η διαφορά τους εντοπίζεται στην τεχνολογία φωτισμού. Οι LED τηλεοράσεις έχουν οπίσθιο φωτισμό panel και είναι υποδεέστερες από πλευράς ποιότητας εικόνας και γωνίας θέασης σε σχέση με τις OLED και τις QLED. Οι LED τηλεοράσεις χωρίζονται σε "Edge Lit", “Direct Lit” και "Full Array", αναλόγως με την τοποθέτηση των LED που παρέχουν το φωτισμό για τα pixel της τηλεόρασης.
Αντίστοιχα, στις OLED τηλεοράσεις το κάθε pixel παράγει το δικό του φως, παρέχοντας το καλύτερο δυνατό μαύρο χρώμα και ανώτερη αντίθεση χρωμάτων, με αποτέλεσμα εξαιρετικά φυσικές εικόνες και μεγάλη ακρίβεια χρώματος. Τέλος, οι QLED τηλεοράσεις λειτουργούν σχεδόν όπως οι LED, με ειδοποιό διαφορά τη χρήση του “quantum dot filter”, που επιτρέπει υψηλότερη φωτεινότητα σε σχέση με τις OLED, όπως επίσης αγνότερα χρώματα καθώς και μεγαλύτερο εύρος χρωμάτων σε σχέση με τις LED.
Στις Full Array LED τηλεοράσεις οι λυχνίες LED είναι τοποθετημένες πίσω από ολόκληρο το LCD πλαίσιο. Οι τηλεοράσεις της συγκεκριμένης υποκατηγορίας παρέχουν καλύτερη ποιότητα εικόνας από τις Edge Lit και Direct Lit, λόγω της μεγαλύτερης αντίθεσης που μπορούν να επιτύχουν μεταξύ σκοτεινών και φωτεινών σημείων κατά την προβολή της εικόνας.
Στις Edge Lit LED τηλεοράσεις οι λυχνίες LED είναι τοποθετημένες στις άκρες του LCD πλαισίου. Οι τηλεοράσεις της συγκεκριμένης υποκατηγορίας είναι συνήθως λεπτότερες και ελαφρύτερες από τις Full Array LED, καθώς οι λυχνίες λειτουργούν από τα πλάγια και δεν προσθέτουν βάθος στην τηλεόραση.
Στις Direct Lit LED τηλεοράσεις οι λυχνίες LED είναι τοποθετημένες πίσω από ολόκληρο το LCD πλαίσιο, όπως στις Full Array, αλλά αποτελούνται από λιγότερα στοιχεία τοποθετημένα πιο αραιά. Αυτή η διάταξη περιορίζει τον έλεγχο του φωτισμού στο σύνολο των στοιχείων και δεν υποστηρίζει τεχνολογίες όπως το Local Dimming, όμως συνεπάγεται οικονομικότερα μοντέλα.
Η συγκεκριμένη τεχνολογία καταφέρνει να αποδώσει μεγαλύτερο δυναμικό εύρος και πιο πλούσια χρώματα. Το αποτέλεσμα είναι η διατήρηση της λεπτομέρειας στις σκοτεινές και φωτεινές περιοχές, ταυτόχρονα με πιο φυσική απόδοση των χρωμάτων. Το πρότυπο για την τεχνολογία αυτή ονομάζεται High Dynamic Range (HDR) και σχετική ετικέτα συνοδεύει τις τηλεοράσεις που το υποστηρίζουν. Να σημειωθεί ότι, για να απολαύσει κανείς τα προτερήματα αυτής της τεχνολογίας, πρέπει και το περιεχόμενο θέασης να έχει δημιουργηθεί για HDR, ενώ επίσης, υπάρχουν πολλαπλά είδη HDR, όπως το Dolby Vision, τα οποία μπορούν να προσφέρουν ακόμη καλύτερη ποιότητα χρωμάτων. Το HDR έχει επίσης μετατραπεί σε σχεδόν βασικό στοιχείο των νεότερων gaming κονσολών, οπότε αν σκοπεύουμε να αποκτήσουμε μια τηλεόραση για αυτήν τη χρήση, καλό είναι να προτιμήσουμε ένα μοντέλο με υποστήριξη προτύπου HDR10 και άνω.
Οι τηλεοράσεις με IPS Panel (In-Plane Switching) έχουν καλύτερη χρωματική απόδοση και γωνιά θέασης σε σχέση με όσες έχουν VA ή ΤΝ panels. Στην ίδια κατηγορία με τα IPS ανήκουν και τα PLS Panel (Plane-to-Line Switching), που είναι φωτεινότερα και έχουν ελαφρώς μεγαλύτερη γωνιά θέασης και τα οποία κατασκευάζονται αποκλειστικά από συγκεκριμένες κατασκευάστριες εταιρείες.
Στις Full Array LED τηλεοράσεις με δυνατότητα Local Dimming, ο φωτισμός LED χωρίζεται σε ζώνες οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν ανεξάρτητα. Το αποτέλεσμα είναι καλύτερη απόδοση των μαύρων τοπικά και καλύτερη αντίθεση, και πλέον, τα μοντέλα QLED χρησιμοποιούν Local Dimming για ακόμη αποτελεσματικότερη απόδοση φωτισμού και χρώματος.
Πρόκειται για μια τεχνολογία με σκοπό τον περιορισμό της θολούρας που μπορεί να παρατηρηθεί σε γρήγορα κινούμενες εικόνες (Motion Blur). Η εφαρμογή της αποτελείται ουσιαστικά από την παρεμβολή μαύρων καρέ ανάμεσα στα κανονικά, ώστε να «εξαφανίζει» το αμέσως προηγούμενο καρέ και να κάνει την κίνηση επί της οθόνης να εμφανίζεται ομαλότερη.
Οι curved τηλεοράσεις εντυπωσιάζουν με την πρώτη μάτια, όμως καλό είναι πριν την αγορά να εξετάσουμε τα προτερήματα και μειονεκτήματα τους.
Στα θετικά στοιχειά συγκαταλέγεται η αίσθηση βάθους που προσδίδουν στην εικόνα, καθώς και η αίσθηση ότι καλύπτουν μεγαλύτερο μέρος του οπτικού μας πεδίου. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα την πιο εύκολη απορρόφηση στον κόσμο του περιεχόμενου που παρακολουθούμε. Όσον άφορα στην ποιότητα της εικόνας, έχουν καλύτερη αντίθεση σε σχέση με τις Flat τηλεοράσεις, και παραδόξως προσφέρουν μεγαλύτερη γωνιά θέασης χωρίς αλλοίωση της ποιότητας της εικόνας, καθώς «αγκαλιάζουν» την περιφερειακή μας όραση. Για να αντλήσουμε τα περισσότερα από τα οφέλη που μας παρέχει μια Curved τηλεόραση, πρέπει να καθόμαστε στη βέλτιστη θέση (sweet-spot) και η τηλεόραση να είναι αρκετά μεγάλη.
Από την άλλη, το ελκυστικό τους σχήμα τις κάνει επιρρεπείς στις αντανακλάσεις και αταίριαστες για κρέμασμα σε τοίχο. Τέλος, αν και η ποιότητα της εικόνας παραμένει αναλλοίωτη στις μεγαλύτερες γωνίες θέασης, δεν ισχύει το ίδιο και για τη γεωμετρία της, η οποία καθιστά άβολη τη θέαση σε γωνίες μεγαλύτερες των 35 μοιρών.
O ρυθμός ανανέωσης της εικόνας μιας τηλεόρασης αναφέρεται στον αριθμό των καρέ που μπορεί να προβάλλει κάθε δευτερόλεπτο και μετριέται σε Hertz (Hz). Ο υψηλός ρυθμός ανανέωσης αντιμετωπίζει εμμέσως το Motion Blur και επιτρέπει τη χρήση τεχνολογιών, όπως το Black Frame Insertion (BFI), για τον ίδιο σκοπό. Δυστυχώς, οι κατασκευάστριες εταιρείες χρησιμοποιούν το refresh rate ως εργαλείο marketing και δηλώνουν πλασματικά νούμερα με τη δική τους επωνυμία η κάθε μία, συχνά ομαδοποιώντας στοιχεία και τεχνολογίες μαζί με το ρυθμό ανανέωσης, κάνοντας πρακτικά αδύνατη τη σύγκριση ή ακόμη και τη γνώση του επιμέρους στοιχείου μεταξύ εταιρειών.
Αυτή η πρακτική καθιστά τη σύγκριση ουσιαστική μόνο μεταξύ των μοντέλων της ίδιας εταιρείας.
Κοιτώντας την πίσω πλευρά της τηλεόρασης μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα πλήθος από θύρες εισόδου και εξόδου, που μας επιτρέπουν τη σύνδεσή της με άλλες συσκευές. Ποιές είναι όμως, οι είσοδοι-έξοδοι, που θα μας φανούν απαραίτητες και αποτελούν κριτήριο επιλογής;
Προκειμένου να απολαμβάνουμε όσο το δυνατόν ποιοτικότερη εικόνα και ήχο, ο τρόπος σύνδεσης θα πρέπει να είναι ψηφιακός. Με δεδομένο ότι οι περισσότερες συσκευές που συνήθως συνδέουμε σε μία τηλεόραση (π.χ. Blu-Ray Player, Παιχνιδομηχανές, Δέκτες, Αποκωδικοποιητές, Laptop, Ψηφιακές Φωτογραφικές Μηχανές) είναι εξοπλισμένες με HDMI θύρες, η τηλεόραση μας θα πρέπει να έχει ικανό αριθμό HDMI θυρών. Προτείνεται ο αριθμός τους να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερος, ξεκινώντας τουλάχιστον από τρεις. Επιπρόσθετα προτείνεται η ύπαρξη οπτικής εξόδου (Optical output), έτσι ώστε να έχουμε τη δυνατότητα να συνδέσουμε την τηλεόραση ψηφιακά με έναν ενισχυτή και να απολαύσουμε τον ήχο της ταινίας ή της εκπομπής από το ηχοσύστημά μας.
Για χρήση της τηλεόρασης σε σύνδεση με σύστημα home cinema μέσω HDMI, είναι απαραίτητο να υποστηρίζεται η τεχνολογία ARC (Audio Return Channel) σε μία από τις θύρες HDMI, ώστε να πραγματοποιείται επιστροφή πολυκαναλικού ήχου απευθείας από το καλώδιο HDMI δίχως την ανάγκη για επιπλέον εξοπλισμό.
Άλλες χρήσιμες θύρες για μία τηλεόραση είναι οι USB και οι υποδοχές αφαιρούμενων καρτών μνήμης SD (SD Card Slots). Η παρουσία Card Reader είναι ένας πολύ ωραίος και εύκολος τρόπος για να προβάλλουμε τις φωτογραφίες που έχουμε τραβήξει με τη φωτογραφική μας μηχανή ή το κινητό μας. Με τη σύνδεση εξωτερικού σκληρού δίσκουή USB stick, oι θύρες USB μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προβολή ή εγγραφή πολυμέσων, όπου υποστηρίζεται λειτουργία USB Media Player και USB PVR αντίστοιχα.
Επιπλέον, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τη φόρτιση συσκευών όπως κινητά τηλέφωνα κ.τ.λ. Για το μόνο που απαιτείται προσοχή, είναι η ύπαρξη κάποιον αναλογικών θυρών (π.χ. VGA) σε περίπτωση που θέλουμε να συνδέσουμε παλαιότερης τεχνολογίας συσκευές με την τηλεόρασή μας.
Oι Smart TVs αποτελούν την εξέλιξη στην τεχνολογία της τηλεόρασης, αφού ενσωματώνουν λειτουργίες Διαδικτύου, επιτρέποντας την πλοήγηση σε ιστοσελίδες και τη χρήση διαδικτυακών εφαρμογών (π.χ. Netflix, YouTube, Spotify κ.λ.π.). Αποτελούν, δηλαδή, ένα παράδειγμα της τεχνολογικής σύγκλισης μεταξύ των υπολογιστών και των τηλεοράσεων.
Οι νεότερες Smart τηλεοράσεις έχουν τη δυνατότητα πλήρους πλοήγησης στο Διαδίκτυο, ενώ οι παλαιότερες υποστηρίζουν την πρόσβαση μόνο σε δημοφιλείς ιστοσελίδες (π.χ. YouTube, Facebook, Twitter) μέσω κατάλληλων εφαρμογών. Οι κατασκευαστές τηλεοράσεων έχουν δημιουργήσει προσαρμοσμένα ψηφιακά καταστήματα, από τα οποία παρέχεται η δυνατότητα προσθήκης νέων εφαρμογών στα Smart TV μοντέλα τους. Οι νεότερες Smart τηλεοράσεις είναι εξοπλισμένες με ακόμα πιο εύχρηστα τηλεχειριστήρια ή πληκτρολόγια, ενώ ορισμένες διαθέτουν οθόνες αφής, έτσι ώστε να διευκολύνουν την πληκτρολόγηση και κατ' επέκταση τη διαδικτυακή πλοήγηση.
Όπως υποδηλώνει και το όνομά της, μια Android TV είναι βασισμένη στο γνωστό λογισμικό Android. Ένα πολύ ισχυρό πλεονέκτημά της, είναι ότι οι εφαρμογές που υπάρχουν στο smartphone ή το tablet μας, μπορούν να λειτουργούν επίσης και στην Android TV. Σε αυτές τις τηλεοράσεις έχουμε πρόσβαση στο Google Play Store, ώστε να κατεβάζουμε εφαρμογές Android, συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών media streaming (όπως τα Netflix, Hulu) και παιχνιδιών (gaming).
Η πλατφόρμα δίνει έμφαση στη φωνητική αναζήτηση, ώστε η συσκευή να βρίσκει γρήγορα περιεχόμενο ή να απαντάει στα ερωτήματά μας, όπως για παράδειγμα “Ποιες ταινίες ήταν υποψήφιες για Όσκαρ το 2017”. Επίσης, μπορούμε να πλοηγηθούμε στο μενού της τηλεόρασης (interface) χρησιμοποιώντας ένα τηλεχειριστήριο, ένα game controller ή ακόμη και τo κινητό μας, μέσω της εφαρμογής Android TV mobile app. H τηλεόραση Android υποστηρίζει, επίσης, τη λειτουργία Google Cast, επιτρέποντας σε μια φορητή συσκευή την αναπαραγωγή πολυμέσων στην τηλεόραση.
Πλέον, ολοένα και περισσότερα μοντέλα τηλεοράσεων υποστηρίζουν τη σύνδεση τους στο Διαδίκτυο, ασύρματα ή ενσύρματα. Η ασύρματη σύνδεση στο δίκτυo επιτυγχάνεται μέσω της τεχνολογίας Wi-Fi. Οι τηλεοράσεις με ενσωματωμένο Wi-Fi δεν απαιτούν την ύπαρξη πρόσθετου εξοπλισμού για την ασύρματη σύνδεσή τους, και μπορούν άμεσα να συνδεθούν στο ασύρματο δίκτυο του χώρου όπου βρίσκονται.
Οι τηλεοράσεις με θύρα LAN (καλωδίου Ethernet) έχουν τη δυνατότητα ενσύρματης σύνδεσης στο δίκτυό μας. Αυτό εξυπηρετεί όταν η ασύρματη σύνδεση είναι ανέφικτη, το σήμα είναι ασθενές ή προτιμάμε τα οφέλη μιας ενσύρματης σύνδεσης (όπως η σταθερότερη και ανώτερη ποιότητα σύνδεσης έναντι της ασύρματης).
Ο DVB-S δέκτης είναι απαραίτητος για την παρακολούθηση δορυφορικών καναλιών, τα οποία είναι ψηφιακά κανάλια που εκπέμπονται μέσω δορυφόρου. Φυσικά, για την παρακολούθησή τους είναι, επίσης, απαραίτητη η χρήση δορυφορικού πιάτου.
Σε περίπτωση που η τηλεόραση μας δε διαθέτει DVB-S δέκτη, τότε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα δορυφορικό αποκωδικοποιητή. Υπάρχει πλήθος δορυφορικών καναλιών που μπορούμε να παρακολουθήσουμε, τόσο ελεύθερα (π.χ. CNBC, Sky News, Fashion TV) όσο και συνδρομητικά με επιπλέον κόστος, πέραν των όσων ήδη παρέχονται με επίγειο τρόπο από τη DIGEA (Eurosport, BBC, κτλ.).
Ο DVB-T2 δέκτης είναι απαραίτητος για την παρακολούθηση καναλιών μέσω επίγειας μετάδοσης, όπως παρέχεται στη χώρα μας μέσω της DIGEA. Για την παρακολούθηση επίγειων καναλιών, απαιτείται έστω δέκτης DVB-T, καθώς ο δέκτης DVB-T2 αποτελεί μια αναβαθμισμένη εκδοχή του. Οι διαφορές μεταξύ τους αφορούν στον αριθμό προγραμμάτων που υποστηρίζουν έκαστος, ενώ ο DVB-T2 προσφέρει επίσης ανώτερη π
Δεν υπάρχουν προϊόντα σε αυτήν την κατηγορία.